τετραπήχης

τετραπήχης
-άπηχες, Α
βλ. τετράπηχυς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τετράπηχυς — υ και τετραπήχης, άπηχες, Α 1. αυτός που έχει μήκος τεσσάρων πήχεων, δηλαδή έξι ποδών 2. αυτός που έχει πολύ ψηλό ανάστημα («ἄνδρες μεγάλοι καὶ τετραπήχεις», Αριστοφ.) 3. τετράγωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πῆχυς (πρβλ. δί πηχυς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”